- σφηνοειδῶν
- σφηνοειδήςwedge-shapedmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσοσφηνοειδής — ές ανατ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών σφηνοειδών οστών … Dictionary of Greek
Γκομπινό, Ζοζέφ Αρτίρ, κόμης του- — (Joseph Artur, comte de Gobineau, Βιλ ντ’ Αβρέ, Μπορντό 1816 – Τορίνο 1882). Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας. Άρχισε τη διπλωματική του σταδιοδρομία το 1851 ως γραμματέας πρεσβείας στη Βέρνη και αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες πρωτεύουσες της… … Dictionary of Greek
Γκρότεφεντ, Γκεόργκ Φρίντριχ — (Georg Friedrich Grotefend, 1775 – 1853).Γερμανός φιλόλογος και αρχαιολόγος. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη των ανατολικών γλωσσών και την αποκρυπτογράφηση των σφηνοειδών επιγραφών. Με το έργο του συνέβαλε αποφασιστικά στην προώθηση των σπουδών… … Dictionary of Greek
Ενούμα ελίς — Βαβυλωνιακό κοσμογονικό ποίημα που πήρε τον τίτλο του από τις λέξεις με τις οποίες αρχίζει (στα ελληνικά ο τίτλος σημαίνει «όταν εκεί επάνω...»). Το έργο, που αποτελείται από περισσότερους από 1.000 στίχους και χρονολογείται στην πρώτη… … Dictionary of Greek
Σαίης, Αρχιβάλδος Ερρίκος — (Sayce). Άγγλος ανατολιστής και γλωσσολόγος (1845 1933). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1876 διαδέχτηκε το Μαξ Μύλλερ στην έδρα της συγκριτικής γλωσσολογίας. Διακρίθηκε κυρίως σαν ασσυριολόγος. Έγραψε διάφορα έργα, τα… … Dictionary of Greek